- ἐξενίκησε
- ἐξενί̱κησε , ἐκνικάωachieve by forceaor ind act 3rd sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκνικώ — ( άω) (AM ἐκνικῶ) υπερισχύω, επικρατώ μσν. διεκδικώ αρχ. 1. κατορθώνω με τη βία 2. (με αιτ. προσ.) παίρνω με το μέρος μου («ἐξενίκησε τὸν δῆμον») 3. καταντώ, μεταπίπτω … Dictionary of Greek